υδροπερατότητα

υδροπερατότητα
[-ης (-ητος)] η водопроницаемость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υδροπερατότητα" в других словарях:

  • υδροπερατότητα — η, Ν [υδροπερατός] η ιδιότητα τού υδροπερατού …   Dictionary of Greek

  • υδροπερατός — ή, ό, Ν 1. αυτός μέσα από τον οποίο μπορεί να περάσει το νερό 2. το ουδ. ως ουσ. το υδροπερατό η υδροπερατότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + περατός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»